Προστατίτιδα

Η προστατίτιδα με όλες τις μορφές της αποτελεί την πρώτη σε συχνότητα αιτία επισκέψεων των ασθενών σε Ουρολόγο. Παραδοσιακά ο όρος «προστατίτιδα» χρησιμοποιείται είτε για την οξεία προστατίτιδα, είτε για τη χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα, για τις οποίες ευθύνεται κάποιος λοιμογόνος παράγοντας (μικρόβιο) που ανευρίσκεται σε καλλιέργεια. Μόνο όμως στο 5-10% των περιπτώσεων μπορεί να απομονωθεί κάποιος συγκεκριμένος λοιμογόνος παράγοντας σε αυτούς τους ασθενείς. Ο όρος «Σύνδρομο προστατίτιδας» ή «χρόνια προστατίτιδα» ή «Σύνδρομο Χρόνιου Πυελικού Άλγους» ή ο πιο σύγχρονος όρος «Σύνδρομο χρονίου προστατικού πόνου (προστατοδυνεία)» χρησιμοποιείται όταν δε μπορεί να απομονωθεί κάποιο μικρόβιο στις καλλιέργειες και οι μηχανισμοί που προκαλούν το σύνδρομο είναι μάλλον άγνωστοι. Οι πρόσφατες έρευνες αναδεικνύουν όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή του νευρικού συστήματος του άνδρα καθώς και του ψυχολογικού – συναισθηματικού παράγοντα.

Η οξεία προστατίτιδα είναι μια μικροβιακής αιτιολογίας φλεγμονή του προστάτη. Η οξεία βακτηριακή προστατίτιδα είναι μια σοβαρή με έντονα συμπτώματα λοίμωξη, υψηλό πυρετό με ρίγος, πόνο και κακουχία, έντονα ενοχλήματα από την ούρηση όπως συχνουρία, κάψιμο στην ούρηση, δυσκολία στην έξοδο των ούρων, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι να μη μπορεί ο ασθενής να ουρήσει καθόλου (επίσχεση ούρων). Η οξεία προστατίτιδα δεν αποτελεί μεταδιδόμενο νόσημα. Είναι μια επείγουσα ουρολογική κατάσταση που χρειάζεται αντιβιοτική αγωγή, πολλές φορές και νοσηλεία σε νοσοκομείο.

Η χρόνια προστατίτιδα δεν εμφανίζει πυρετό και δεν έχει τα έντονα ενοχλήματα της οξείας. Τα συμπτώματα της, που διαρκούν πάνω από έξι μήνες, συνήθως περιλαμβάνουν ενοχλήσεις από την ούρηση όπως συχνουρία, νυχτουρία, δυσκολία στην έναρξη της ούρησης, καυσουρία, διαφόρων ειδών πόνους στο πέος στο όσχεο ή στους όρχεις και κάτω από αυτό κοντά στον πρωκτό. Κάποιες φορές συνδυάζεται και με υπογονιμότητα ή και διαταραχές στη στύση.

Τα συμπτώματα φαίνεται να είναι η σημαντικότερη παράμετρος στη διάγνωση και κατηγοριοποίηση της χρόνιας προστάτιδας και του χρόνιου πυελικού άλγους, με τα συχνότερα εξ αυτών να είναι η συχνουρία, η επιτακτική ούρηση, η δυσουρία, η νυκτουρία και άτυπα περιστασιακώς εμφανιζόμενα άλγη στο όσχεο, στο πέος, στην υπερηβική χώρα.

Διάγνωση της προστατίτιδας

Οι εξετάσεις οι οποίες γίνονται για τη διάγνωση της πάθησης είναι οι καλλιέργειες ούρων, σπέρματος, προστατικού και ουρηθρικού εκκρίματος και η κλινική εξέταση από τον Ουρολόγο. Η καλλιέργεια και η μικροσκοπική εξέταση τόσο των ούρων όσο και του προστατικού εκκρίματος, αποτελούν βασικές εξετάσεις για τον εντοπισμό και την ταυτοποίηση των μικροβίων.

Πολλές φορές τα συμπτώματα της προστατίτιδας μπορεί να μοιάζουν με εκείνα της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη και γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται να γίνουν ειδικότερες εξετάσεις όπως η ουρορομετρία ροής και το υπερηχογράφημα του ουροποιητικού. Το διορθικό υπερηχογράφημα του προστάτη μπορεί να μας δείξει προστατικά αποστήματα, απασβεστώσεις του προστάτη και διατεταμένες σπερματοδόχους κύστεις.

Η προστατίτιδα μπορεί λόγω της φλεγμονής να ανεβάσειι την τιμή του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) αλλά δεν ενοχοποιείται σύμφωνα με τις μελέτες, για την πρόκληση καρκίνου του προστάτη. Το ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA) μπορεί να βρεθεί αυξημένο τόσο στη συμπτωματική όσο και στην ασυμπτωματική χρόνια προστατίτιδα.

prostate

Θεραπεία της προστατίτιδας

Τα αντιβιοτικά χορηγούνται σε ασθενείς με οξεία προστατίτιδα, συνιστώνται στη χρόνια βακτηριακή, ενώ μπορούν να δοκιμαστούν στο σύνδρομο χρόνιου προστατικού πόνου και στην χρόνια μη βακτηριακή προστατίτιδα με στοιχεία φλεγμονής.

Η οξεία βακτηριακή προστατίτιδα είναι μια σοβαρή λοίμωξη. Αντιβιοτικά ευρέος φάσματος χορηγούνται, όπως οι κεφαλοσπορίνες τρίτης γενιάς, ευρέος φάσματος πενικιλίνες και φθοριοκινολόνες. Στην αρχή της αγωγής στα αντιβιοτικά αυτά προσθέτουμε και αμινογλυκοσίδες, ενώ σε πιο βαριές περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί νοσηλεία για ενδοφλέβια θεραπεία. Σε λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να δοθεί μια φθοριοκινολόνη για 10 με 15 ημέρες.

Στη χρόνια προστατίτιδα, πρώτη επιλογή θεωρούνται πάλι οι φθοριοκινολόνες, γιατί έχουν πολύ καλές φαρμακοκινητικές ιδιότητες, είναι ασφαλή και έχουν ευρύ φάσμα δράσης κατά των συνηθέστερων μικροβίων που μπορεί να αποικήσουν το προστατικό παρέγχυμα. Επιπλέον είναι αποτελεσματικές και έναντι των άτυπων μικροβίων (Λεβοφλοξασίνη) όπως είναι τα χλαμύδια, το μυκόπλασμα και το ουρεόπλασμα. Παρόμοια αποτελεσματικότητα εμφανίζουν για τα άτυπα μικρόβια και οι τετρακυκλίνες (ανήκουν σε άλλη κατηγορία)

Στη χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα αρχικά δίνεται αγωγή για 10 εώς 15 ημέρες. Στη συνέχεια ο ασθενής επαναξιολογείται και η αγωγή του συνεχίζεται για 4 ή και παραπάνω εβδομάδες μόνο αν βρεθούν ξανά θετικές καλλιέργειες ή αν τα συμπτώματα έχουν βελτιωθεί μερικώς.

Αντιβιοτική αγωγή δίνουμε σχεδόν πάντα, ακόμη και στην χρόνια μη βακτηριακή προστατίδα, επειδή μπορεί να υφίσταται μικροβιακή λοίμωξη χωρίς όμως να εμφανίζεται πάντα θετική καλλιέργεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις η διάγνωση τίθεται κλινικά. Υπάρχουν πολλές κλινικές μελέτες που αποδεικνύουν τα οφέλη από τη χορήγηση των αντιβιοτικών σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως της τετρακυκλίνης ή η ερυθρομικίνης, που χορηγούνται όταν υπάρχουν υποψίες ή ενδείξεις λοιμώξεων από ενδοκυττάρια μικρόβια όπως τα χλαμύδια και το μυκόπλασμα.

Η αντιμετώπιση της είναι πολλές φορές δύσκολη και μακροχρόνια. Συνιστάται κυρίως η λήψη αντιβιοτικών για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε συνδυασμό με α-αποκλειστές ( για την βελτίωση της ούρησης), αντιφλεγμονώδη και πλήθος άλλων φαρμάκων και μεθόδων. Η νόσος ταλαιπωρεί τους ασθενείς για μακρά χρονικά διαστήματα, ενώ πολλές φορές παρουσιάζει αυτόματες υφέσεις και εξάρσεις. Ο ασθενής θα πρέπει να ‘’εκπαιδεύεται’’ από τον Ουρολόγο ώστε να μπορεί να αξιολογεί εγκαίρως τα συμπτώματα μιας πιθανής έξαρσης και να λαμβάνει από νωρίς την κατάλληλη θεραπεία.

Το σύνδρομο χρόνιου πυελικού άλγους τέλος έχει διαφορετική αντιμετώπιση. Στην ουσία αποτελεί ένα σύνολο συμπτωμάτων, για τα οποία δε βρίσκεται κάποια σαφής παθολογική κατάσταση που να τα εξηγεί ή κάποιος σαφής μικροβιακός παράγοντας. Η διάγνωση του στην ουσία είναι διάγνωση εξ αποκλεισμού, που σημαίνει ότι στον πλήρη ουρολογικό και απεικονιστικό έλεγχο του ασθενούς δεν ανευρίσκουμε κάτι το παθολογικό και με βάση τα συμπτώματα κατατάσσουμε το είδος του πυελικού πόνου. Γι αυτό το λόγο και η αντιμετώπισή του στοχεύει μόνο στην ανακούφιση από τα ενοχλητικά συμπτώματα. Επειδή δε γνωρίζουμε ποια είναι η αιτία της «πάθησης» αυτής, δεν υπάρχει και η οριστική της θεραπεία. Χρησιμοποιούμε ένα πλήθος φαρμάκων (αναλγητικά , αντικαταθλιπτικά, φάρμακα για την ούρηση κλπ) καθώς και φυσικές ή και εναλλακτικές θεραπείες (φυσιοθεραπεία πυελικού εδάφους, βελονισμό κλπ). Προσπαθούμε επίσης να τροποποιήσουμε παράγοντες, συνήθειες ή καταστάσεις από την καθημερινότητα του ασθενούς, που επιδεινώνουν τα συμπτώματα. Επιπλέον τους συμβουλεύουμε να έχουν δραστηριότητες ή ενασχολήσεις οι οποίες μπορούν να τους ανακουφίσουν.

Η πορεία του πυελικού άλγους είναι άγνωστη. Συνήθως παρουσιάζει περιόδους υφέσεων και εξάρσεων. Δεν είναι επίσης γνωστή ούτε μπορεί να προσδιοριστεί η διάρκειά της. Σε μερικούς ασθενείς τα συμπτώματα διαρκούν λίγους μήνες ενώ σε άλλους αρκετά χρόνια με μεσοδιαστήματα υφέσεων.

ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ